top of page

Η ΝΑΥΜΑΧΙΑ ΤΗΣ ΣΑΛΑΜΙΝΑΣ

Η ναυμαχία της Σαλαμίνας έχει μείνει στην Ιστορία ως μία από τις πιο σημαντικές ναυμαχίες, που καθόρισαν την ροή της Ιστορίας. Εάν στην μάχη είχε επικρατήσει η αριθμητική υπεροχή των Περσών, θα σήμαινε ίσως το τέλος του αρχαιοελληνικού κόσμου, πριν να προλάβει να αναπτυχθεί και να θεμελιώσει τον δυτικό πολιτισμό. Πιθανότατα, δηλαδή, ο δυτικός κόσμος θα ήταν βασισμένος στον ανατολικό, και όχι τον ελληνικό πολιτισμό.

Όλα ξεκίνησαν όταν οι Πέρσες υπέταξαν το Λυδικό βασίλειο, στο οποίο περιλαμβάνονταν και οι ελληνικές πόλεις στα παράλια του Ανατολικού αιγαίου. To 499 oι Ιωνικές πόλεις επαναστάτησαν, η επανάσταση συνετρίβη και η Μίλητος υπέστη ολοκληρωτική καταστροφή. Το 490 π.Χ. η εκστρατεία του Δάτη και Αρταφέρνη είχε ως αποτέλεσμα την κατάληψη της Νάξου, των Κυκλάδων και τον εμπρησμό της Ερέτριας, ωστόσο, οι Αθηναίοι πέτυχαν αποφασιστική νίκη στον Μαραθώνα και έδιωξαν τους Πέρσες απ' την Ελλάδα. Μετά τον θάνατο του Δαρείου, ο νέος Πέρσης βασιλιάς, ο Ξέρξης, πήρε προσωπικά τον έλεγχο του πολυάριθμου στρατού του και έκανε τεράστιες προετοιμασίες. Zήτησε γη και ύδωρ από τις ελληνικές πόλεις. Κάποιοι υποτάχτηκαν, όμως οι Αθηναίοι και οι Σπαρτιάτες έριξαν τους αγγελιοφόρους στα πηγάδια. Ήδη από το 481 π.Χ., όμως, και οι Έλληνες, που γνώριζαν τις προετοιμασίες του Ξέρξη, είχαν αποφασίσει, στο συνέδριο της Κορίνθου, να ενώσουν τις δυνάμεις τους και να αντισταθούν στους Πέρσες. Ύστερα από την αμφίρροπη ναυμαχία του Αρτεμισίου και την Μάχη των Θερμοπυλών, παρά την ηρωική αντίσταση των Σπαρτιατών, ο δρόμος για την Αθήνα ήταν πια ανοιχτός.

Στην Αθήνα είχαν λάβει προφητεία από την Πυθία ότι θα τους σώσουν τα ξύλινα τείχη, πρώτος όμως ο Θεμιστοκλής, ο επιφανής Αθηναίος στρατηγός, αντιλήφθηκε ότι τα ξύλινα τείχη δεν ήταν παρά τα πλοία. Αφού είχε πείσει την Εκκλησία του Δήμου να ναυπηγήσει Ναυτικό μετά τη μάχη του Μαραθώνα, όταν είδε τι είχε συμβεί στην Ερέτρια, δήλωσε πως η Αθήνα έπρεπε να εκκενωθεί. Σχεδόν το σύνολο του αθηναϊκού πληθυσμού εγκατέλειψε την Αθήνα και κατέφυγε στα γύρω νησιά, κυρίως στην Αίγινα και στη Σαλαμίνα. Εκεί συγκεντρώθηκαν οι ηγέτες των ελεύθερων ελληνικών πόλεων να σχεδιάσουν την επόμενη κίνηση τους. Όταν ο Θεμιστοκλής πρότεινε το σχέδιο του για μια ναυμαχία στην Σαλαμίνα, οι Πελοποννήσιοι απείλησαν να αποσυρθούν στον Ισθμό της Κορίνθου. Αρχηγός του στρατού ήταν ο Σπαρτιάτης Ευρυβιάδης (οι Σπαρτιάτες δεν πήγαιναν σε εκστρατεία αν δεν ήταν οι ίδιοι αρχηγοί – αν και είχαν μόνο 16 πλοία, ενώ οι Αθηναίοι 200), ο οποίος είχε την άποψη της πλειοψηφίας: να πλεύσουν οι Έλληνες στον Ισθμό και να πολεμήσουν εκεί για να προασπίσουν την ασφάλεια της Πελοποννήσου. Ο Θεμιστοκλής προσπάθησε να τους μεταπείσει. Θεωρούσε (και πολύ σωστά, όπως αποδείχτηκε) ότι στα στενά της Σαλαμίνας μπορούσαν οι Έλληνες να αντιμετωπίσουν με επιτυχία το περσικό ναυτικό, γιατί η στενότητα του χώρου θα ακύρωνε το πλεονέκτημα της αριθμητικής υπεροχής των περσικών πλοίων (τα ελληνικά ήταν λιγότερα και βαρύτερα). Ακόμη, η νίκη στη Σαλαμίνα θα σήμαινε και την προστασία των αμάχων προσφύγων στην Αίγινα και στη Σαλαμίνα. Εδώ ο Θεμιστοκλής έδειξε όλη την ιδιοφυία και την αποφασιστικότητά του. Αν και αρχικά κατάφερε να πείσει τους άλλους αρχηγούς να ναυμαχήσουν στη Σαλαμίνα, μετά οι Έλληνες ναύτες και προπάντων οι Πελοποννήσιοι, βλέποντας τις προετοιμασίες του περσικού στόλου, άρχισαν να αναθεωρούν την απόφασή τους. Προκειμένου να αναγκάσει τους Έλληνες να πολεμήσουν στα στενά της Σαλαμίνας, ο Θεμιστοκλής προχώρησε σε μια ριψοκίνδυνη κίνηση: έστειλε έναν δούλο του, τον Σίκιννο, να δώσει ψευδείς πληροφορίες και να πείσει τον Ξέρξη να περικυκλώσει αυτός τους Αθηναίους στα στενά της Σαλαμίνας. Ο Ξέρξης πείστηκε και απέκλεισε την Ψυττάλεια και τις γύρω παραλίες. Ο Αριστείδης, εξόριστος τότε, την παραμονή της μάχης και με κίνδυνο της ζωής τους ειδοποίησε τους Έλληνες για τις κινήσεις των Περσών. Έτσι, οι Έλληνες ετοιμάστηκαν για ναυμαχία.

                                                                                     

                                                                                                                                               

 

                                                                                                                                                                   Η προτομή του Θεμιστοκλή

                                                                                                                                                               στο μουσείο της Όστια

 

 Η ναυμαχία έγινε πιθανότατα στις 28 ή 29 Σεπτεμβρίου 480 π.Χ. Ο ελληνικός στόλος απαρτιζόταν από 378 πλοία, τριήρεις σχεδόν στο σύνολο τους, ενώ ο περσικός από περίπου 1.000. Ηγετική φυσιογνωμία του ελληνικού στόλου ήταν φυσικά ο Θεμιστοκλής, στον οποίον οφείλεται η στρατηγική της μάχης. Οι Πέρσες αιφνιδιάστηκαν όταν είδαν τον ελληνικό στόλο παρατεταγμένο. Με την ανατολή του ήλιου, άκουσαν τις σάλπιγγες να ηχούν από την πλευρά των ελληνικών πλοίων και τον παιάνα να αντηχεί:

“  Ὦ παῖδες Ἑλλήνων, ἲτε,

    ἐλευθεροῦτε πατρίδ’ ἐλευθεροῦτε δέ

    παῖδας, γυναῖκας, θεῶν τε πατρώων ἐδη,

    θῆκας τε προγόνων· νῦν ὑπέρ πάντων ἀγών”.

 

Τα ελληνικά πλοία επιτέθηκαν πρώτα για να αποφύγουν τον εγκλωβισμό, κίνηση που συνέβαλε αποφασιστικά στην τελική νίκη. Αρχικά κινήθηκαν προς τα εμπρός, μετά από λίγο όμως ελαφρώς υποχώρησαν, για να πολεμήσουν σε ευνοϊκή θέση. Επίσης, η ελληνική ηγεσία ήθελε να κερδίσει χρόνο, για να αρχίσει, σύμφωνα με τους υπολογισμούς του Θεμιστοκλή, ο ελαφρύς άνεμος που συνήθως έπνεε τα πρωινά στο στενό και ο οποίος δεν θα έπληττε τα χαμηλά ελληνικά πλοία, αλλά θα κλυδώνιζε τα ψηλά περσικά και κυρίως τα φοινικικά πλοία. Όταν ξεκίνησε η μάχη, τα ελληνικά πλοία με ορμή, αλλά και με απόλυτη συνοχή και σύνταξη, άρχισαν τα εμβολίζουν τα περσικά, τα οποία, λόγω της στενότητας του χώρου, δεν μπορούσαν να εκμεταλλευτούν την υπεραριθμία τους. Οι ελεύθεροι πολίτες των ελληνικών πόλεων αγωνίζονταν με γενναιότητα και ευψυχία, υπέρ βωμών και εστιών. Οι εμπειρότατοι στον ναυτικό πόλεμο Αθηναίοι, Αιγινήτες, αλλά και οι Σπαρτιάτες και οι ναύτες των άλλων πόλεων, μάχονταν με ανδρεία, αλλά και με σχέδιο και τάξη. Αντίθετα, οι Πέρσες μάχονταν τυχαία και άτακτα.

Το αποτέλεσμα ήταν η θριαμβευτική νίκη των Ελλήνων και η συντριβή των Περσών. Οι ελληνικές απώλειες ήταν γύρω στα 40 πλοία, ενώ των Περσών γύρω στα 200. Κάτι που αξίζει να τονίσουμε είναι πως οι απώλειες ζωών των Ελλήνων ανά πλοίο ήταν πολύ μικρότερες, επειδή οι Πέρσες δεν ήξεραν να κολυμπούν και χάνονταν μαζί με τα πλοία τους. Μεγάλο ήταν και το ποσοστό των επιφανών Περσών που χάθηκαν, ανάμεσά τους και ο αδερφός του Ξέρξη, Αριαβίγνης.

"Οι Σαλαμινομάχοι".

Γλυπτό του Αχιλλέα

Βασιλείου σε μπρούντζο,

2006, Κυνόσουρα 

Σαλαμίνας

 

Ύστερα από αυτή την ταπεινωτική ήττα, την οποία παρακολούθησε ο Ξέρξης αυτοπροσώπως από τον θρόνο του στο όρος Αιγάλεω, πληγώθηκε ανεπανόρθωτα το περσικό γόητρο και ηθικό, ενώ ο Ξέρξης αποσύρθηκε παίρνοντας ένα μεγάλο μέρος του στρατού πίσω στην Περσία, αφήνοντας πίσω τον στρατηγό του Μαρδόνιο με έναν μικρότερο στρατό, σε μια τελευταία απεγνωσμένη προσπάθεια να επιτύχει κάποια νίκη την Ελλάδα. Ωστόσο γνώρισε ολοκληρωτική συντριβή σε ξηρά και θάλασσα λίγους μήνες αργότερα, στην μάχη των Πλαταιών και την ναυμαχία της Μυκάλης. Ύστερα από αυτές τις μάχες, οι Πέρσες δεν επιχείρησαν ποτέ ξανά απευθείας εισβολή σε Ελληνικό έδαφος, αντιθέτως η αυτοκρατορία τους άρχισε να παρακμάζει, έως ότου ο Μέγας Αλέξανδρος αντιμετώπισε την Περσική απειλή οριστικά.

Η ναυμαχία της Σαλαμίνας ξεχωρίζει από τις άλλες για δύο λόγους. Ο πρώτος είναι πως μια καλά μελετημένη στρατηγική κατάφερε να ισοσταθμίσει την τεράστια αριθμητική υπεροχή των Περσών. Αν η ίδια ναυμαχία συνέβαινε σε ανοιχτή θάλασσα, το αποτέλεσμα θα ήταν μια νίκη των Περσών, ενώ σε αυτήν την περίπτωση εξελίχθηκε σε πανωλεθρία για αυτούς. Ο δεύτερος λόγος είναι πως, εάν κάτι πήγαινε στραβά με το σχέδιο του Θεμιστοκλή και η μάχη στην Σαλαμίνα κατέληγε σε ελληνική ήττα, πιθανότατα οι Έλληνες θα είχαν ηττηθεί αργότερα στον Ισθμό της Κορίνθου και ο ελληνικός κόσμος δεν θα ήταν αυτός που θα καθόριζε τον δυτικό πολιτισμό, αλλά πιθανότατα ο περσικός θα ήταν ο άξονας στον οποίο θα διαμορφωνόταν ο κόσμος, αλλάζοντας τελείως την ροή της Ιστορίας. Ανά τους αιώνες υπήρξαν πολλές μάχες, πιο σκληρές και θανατηφόρες από αυτήν, ωστόσο καμία τους δεν καθόρισε τόσο πολύ το μέλλον, και για αυτό αξίζει μια ειδική θέση στην Ιστορία.

Κείμενο με τη συνεργασία του μαθητή Κωνσταντίνου Βαγουρδή.

Πηγές:

Ιστορία του Ελληνικού Έθνους (Εκδοτ. Αθηνών), 1971

Βιβλίο ιστορίας ε Δημοτικού και Α Γυμνάσιου

www.sansimera.gr

www.in.gr

Ηροδότου Ιστορίες: Σχολικό Βιβλίο

ship.jpg
Persian_retreat_during_the_Battle_of_Sal
387px-The_Battle_of_Salamis.jpg

Πως εξηγείται η νίκη των Ελλήνων, ενώ οι Πέρσες ήταν πολύ περισσότεροι;


 

Η ναυμαχία της Σαλαμίνας έλαβε χώρα στα στενά της Σαλαμίνας στις 22 Σεπτεμβρίου του 480 π.Χ. μεταξύ της συμμαχίας των ελληνικών πόλεων-κρατών και της Περσικής αυτοκρατορίας. Το γεγονός κατέληξε με την ήττα των Περσών εξαιτίας της άριστης τακτικής των Ελλήνων, ανεξαρτήτως του πολυπληθέστερου περσικού στόλου.

Συγκεκριμένα, παράγοντες της νίκης των Ελλήνων αποτέλεσαν η τοποθεσία όπου δόθηκε η μάχη, την οποία ο Θεμιστοκλής είχε μελετήσει αρκετά καλά, αλλά και τα ευκίνητα ελληνικά καράβια. Ειδικότερα, τα στενά της Σαλαμίνας ευνόησαν αρκετά τους Έλληνες, αφού οι ελληνικές δυνάμεις δεν θα είχαν καμία τύχη αν αγωνίζονταν σε ανοιχτή θάλασσα με τον πολυάριθμο περσικό στόλο. Αντίθετα, η μάχη σε ένα στενό μέρος θα «αχρήστευε», ουσιαστικά, την αριθμητική υπεροχή των Περσών, εφόσον τα πλοία τους δεν θα μπορούσαν να αναπτυχθούν. Έτσι, μόλις οι Πέρσες κινήθηκαν εναντίον των Ελλήνων, ο ελληνικός στόλος κινήθηκε ανάποδα, κωπηλατώντας μέχρι την ακτή της Σαλαμίνας, έχοντας ως στόχο να παρασύρει τα περσικά πλοία βαθύτερα μέσα στο στενό, αλλά και να καθυστερήσει τη σύγκρουση. Μόλις, λοιπόν, η κατεύθυνση του ανέμου άλλαξε, οι Έλληνες επιτέθηκαν. Ο περσικός στόλος πλέον είχε αποδιοργανωθεί αλλά και δεν μπορούσε να κυβερνηθεί εύκολα, καθώς τα πλοία των Περσών στρέφονταν πλάγια από τον άνεμο και το κύμα, ενώ ταυτόχρονα δεν μπορούσαν να υποχωρήσουν προς τον ανοιχτό Σαρωνικό κόλπο και να μεταφέρουν την μάχη εκεί, εφόσον αδυνατούσαν να ανοίξουν τα πανιά τους. Σε αντίθεση με τους Πέρσες, τα ελληνικά πλοία ευνοήθηκαν αρκετά. Συγκεκριμένα, οι ελληνικές τριήρεις, που ήταν, αντιθέτως με τα περσικά καράβια, γρήγορα και ευέλικτα πλοία, μπόρεσαν να επιτεθούν πιο εύκολα χρησιμοποιώντας τον έμβολά τους, αφού οι περσικές δυνάμεις ήταν, πλέον, ακυβέρνητες.

Συνοψίζοντας, χάρη στη στενή τοποθεσία και στη μελέτη του ανέμου της περιοχής αυτής, αλλά και στα δυσκίνητα και μεγάλα πλοία των Περσών οι Έλληνες πέτυχαν μία πολύ σημαντική νίκη, καταστρέφοντας 300 από τα πλοία της περσικής δύναμης, δηλαδή το ¼ της.

Κείμενο της μαθήτριας Άννας Γιαννακοπούλου

bottom of page