top of page

Ιστορικά Ανέκδοτα ΙΙ

Με τον όρο "ιστορικά ανέκδοτα" εννοούμε ενδιαφέροντα περιστατικά, ιστορίες άλλοτε δραματικές και άλλοτε ευτράπελες, ιστορικά παράδοξα, στο περιθώριο των μεγάλων και σημαντικών γεγονότων. Οι αφηγήσεις αυτές  μας δίνουν πολύτιμα στοιχεία για τον τρόπο ζωής και σκέψης και ζωής των ανθρώπων σε μια ιστορική περίοδο. Στην ενότητα αυτή παραθέτουμε ένα πλήθος ιστορικών ανεκδότων που αναφέρονται στην περίοδο των περσικών πολέμων, από το βιβλίο "Η άλλη όψη της Ιστορίας. Ιστορικά ανέκδοτα από την αρχαία Ελλάδα".

 

Παράδειγμα φιλοπατρίας

Πριν από τη μάχη του Μαραθώνα, οι Αθηναίοι συζητούσαν για τον τρόπο που έπρεπε να αντιμετωπίσουν τον περσικό στρατό. Το σχέδιο του Μιλτιάδη είχε πολλούς υποστηρικτές, αλλά υπήρχαν επίσης πολλοί, μεταξύ των στρατηγών, που διαφωνούσαν. Κάθε μέρα την αρχιστρατηγία είχε μόνο ένας από τους δέκα στρατηγούς και ο Μιλτιάδης ορίστηκε αρχιστράτηγος για την πρώτη μέρα. Ο Αριστείδης, όταν ήλθε η δική του σειρά, παραχώρησε το δικαίωμά του στον Μιλτιάδη και έπεισε όλους τους άλλους στρατηγούς να κάνουν το ίδιο, γιατί έλεγε πως η σωτηρία της πόλης είναι πιο σημαντικό πράγμα από την προσωπική δόξα.

Πλούταρχος, Βίοι παράλληλοι, Αριστείδης, 5.

Άδοξο τέλος

Ο Μιλτιάδης, μετά το θρίαμβό του στον Μαραθώνα, έπλευσε στην Πάρο με 70 πλοία και άρχισε να την πολιορκεί. Επειδή συνάντησε αντίσταση, κατασκεύασε πολλές πολιορκητικές μηχανές. Και ενώ φαινόταν ότι το νησί θα έπεφτε, φάνηκαν φωτιές και διαδόθηκε ότι πλησίαζε ο περσικός στόλος. Ο Μιλτιάδης, τότε, έκρινε καλό να αποπλεύσει, αφού έκαψε τις πολιορκητικές μηχανές. Οι Αθηναίοι τον κατηγόρησαν ότι, ενώ μπορούσε να καταλάβει το νησί, δεν το έκανε, γιατί δωροδοκήθηκε από τον Πέρση βασιλιά. Επειδή ο ίδιος, εξαιτίας των τραυμάτων του, δεν μπορούσε να παρευρεθεί στο δικαστήριο, μίλησε γι’ αυτόν ο αδελφός του. Τελικά, γλίτωσε την καταδίκη σε θάνατο, του επιβλήθηκε όμως πρόστιμο 50 ταλάντων. Επειδή όμως δεν μπορούσε να βρει τα χρήματα, κλείστηκε στη φυλακή, όπου και πέθανε.

Κορνήλιος Νέπως, Βίοι, Μιλτιάδης, 7.

Ένας άνανδρος ανδρείος

Δύο από τους τριακόσιους Σπαρτιάτες που βρίσκονταν στις Θερμοπύλες, ο Εύρυτος και ο Αριστόδημος, υπέφεραν από πόνο στα μάτια και ο Λεωνίδας τους επέτρεψε, αν ήθελαν, να φύγουν. Ο Εύρυτος αποφάσισε να μείνει και σκοτώθηκε, πολεμώντας ηρωικά. Αντίθετα, ο Αριστόδημος γύρισε στη Σπάρτη, όπου, όμως, αντιμετώπιζε την περιφρόνηση από τους συμπολίτες του. Κανείς δεν του μιλούσε και όλοι τον αποκαλούσαν άνανδρο. Το στίγμα αυτό που συνόδευε τον Αριστόδημο το εξάλειψε ο ίδιος, πολεμώντας ηρωικά και πέφτοντας στη μάχη των Πλαταιών.

Ηροδότου Ιστορία, Η, 229-33, Θ, 71

 

Η τιμή τιμή δεν έχει

Όταν ο Ξέρξης, μετά τη μάχη των Θερμοπυλών, προχωρούσε προς την Αθήνα, αυτομόλησαν στο στρατόπεδό του κάποιοι πάμπτωχοι Αρκάδες και ζητούσαν δουλειά. Μόλις έφτασαν, ένας από τους Πέρσες ζήτησε να τον πληροφορήσουν τι έκαναν οι Έλληνες. Εκείνοι απάντησαν ότι τελούσαν τους Ολυμπιακούς αγώνες και παρακολουθούσαν τα ιππικά και γυμνικά αγωνίσματα. Περίεργος, τότε, ο Τιγράνης, γιος ενός επιφανούς Πέρση, του Αρτάβανου, ρώτησε ποιο ήταν το έπαθλο των νικητών. Όταν άκουσε ότι ήταν ένα απλό στεφάνι ελιάς, στράφηκε στον Μαρδόνιο και του είπε: «Αλλοίμονο, Μαρδόνιε, με ποιους ανθρώπους μας έφερες να πολεμήσουμε, αφού δεν αγωνίζονται για χρήματα αλλά για την αρετή». («Παπαί, Μαρδόνιε, ποίους ἐπ’ ἂνδρας ἢγαγες μαχησόμενους ἡμέας, οἳ οὐ περί χρημάτων τόν ἀγῶνα ποιοῦνται, ἀλλά περί ἀρετής»).

Ηροδότου Ιστορία, Θ, 26.

Ευσεβείς πόθοι …

Όταν ο Ξέρξης προετοιμαζόταν για την εκστρατεία του εναντίον της Ελλάδας και είχε συγκεντρώσει το πολυάριθμο στράτευμά του, οι Έλληνες έστειλαν τρεις κατασκόπους στις Σάρδεις για να μάθουν περισσότερες λεπτομέρειες. Οι κατάσκοποι πράγματι εκτέλεσαν το έργο που τους είχε ανατεθεί, συνελήφθησαν όμως από τους Πέρσες, βασανίστηκαν και επρόκειτο να εκτελεστούν. Όταν, όμως, ο Ξέρξης πληροφορήθηκε το γεγονός, διέταξε να αφεθούν ελεύθεροι και να επιστρέψουν στην Ελλάδα. Πίστευε ότι, μόλις οι κατάσκοποι θα περιέγραφαν το μέγεθος και τη λαμπρότητα του περσικού στρατού, οι Έλληνες θα τρόμαζαν και θα δήλωναν υποταγή. Έτσι ο Ξέρξης θα απέφευγε την πολυδάπανη εκστρατεία. Με την ίδια, περίπου, λογική, όταν βρισκόταν στον Ελλήσποντο, άφησε να περνούν ελεύθερα τα πλοία που μετέφεραν σιτάρι στην Ελλάδα, λέγοντας ότι το σιτάρι αυτό προοριζόταν να θρέψει το δικό του στρατό.

Ηρόδοτος, ΣΤ, 146-147.

Αόρατο μήνυμα

Όταν ο Ξέρξης είχε αποφασίσει να εκστρατεύσει κατά της Ελλάδας, ο Σπαρτιάτης Δημάρατος, που βρισκόταν στην Αυλή του, θέλησε να ειδοποιήσει τους συμπολίτες του, παρ’ όλο που τους θεωρούσε υπεύθυνους για την απώλεια του βασιλικού αξιώματος που κατείχε και για τη φυγή του από τη Σπάρτη. Επειδή όμως αυτό ήταν επικίνδυνο, μηχανεύτηκε το εξής: πήρε ένα ξύλινο δίπτυχο, που ήταν αλειμμένο με κερί, έξυσε το κερί και χάραξε στο ξύλο το μήνυμά του. Έπειτα, έχυσε πάλι κερί στο ξύλο και το κάλυψε. Όταν το δίπτυχο έφτασε στη Σπάρτη, οι Σπαρτιάτες που το έβλεπαν κενό, δεν ήξεραν τι σήμαινε. Κάποια στιγμή, ωστόσο, η Γοργώ, κόρη του Κλεομένη και σύζυγος του Λεωνίδα, είπε να ξύσουν το κερί. Όταν το έκαναν, είδαν το μήνυμα και ειδοποίησαν τους άλλους Έλληνες.

Ηροδότου Ιστορία, Η. 239

Βασιλική αχαριστία

Ο Λυδός Πύθιος, που είχε χρηματοδοτήσει με αμύθητα ποσά την εκστρατεία του Ξέρξη, τον ακολουθούσε μαζί με τους γιους του, που μετείχαν στο εκστρατευτικό σώμα. Όταν, λοιπόν, ο περσικός στρατός είχε ξεκινήσει από τις Σάρδεις για τον Ελλήσποντο, ο Πύθιος παρουσιάστηκε στον βασιλιά και τον παρακάλεσε να του κάνει μια μικρή, όπως είπε, χάρη. Μόλις εκείνος, χωρίς να υποπτεύεται ποια ήταν, του έδωσε υπόσχεση ότι θα την πραγματοποιούσε, του ζήτησε να απολύσει το μεγαλύτερο από τα παιδιά του, για να φροντίζει την περιουσία του και τον ίδιο. Όταν άκουσε το αίτημα ο Ξέρξης, οργίστηκε και διέταξε να κόψουν στη μέση τον μεγαλύτερο γιο του Πυθίου και ύστερα να τοποθετήσουν τα δύο κομμάτια από τη μία και την άλλη πλευρά του δρόμου, από όπου θα περνούσε το στράτευμα.

Ηροδότου Ιστορία, Η, 39

Φωνή βοῶντος …

Όταν ο Θεμιστοκλής ήταν ακόμη μικρός, ο πατέρας του, προσπαθώντας να τον αποτρέψει από την ανάμιξή του στην πολιτική, του έδειχνε τα γερασμένα πλοία που ήταν παραπεταμένα και περιφρονημένα σε μια άκρη της παραλίας. Με αυτό υπονοούσε ότι ο λαός το ίδιο φέρεται στους πολιτικούς, όταν πια δεν του είναι χρήσιμοι. Αυτό, ωστόσο, δεν έπεισε τον Θεμιστοκλή να μην ασχοληθεί με την πολιτική.

Πλούταρχος, Βίοι παράλληλοι, Θεμιστοκλής, 2.

Οὐκ ἐᾷ με καθεύδειν τό τοῦ Μιλτιάδου τρόπαιον

Όταν ο Θεμιστοκλής ήταν ακόμη νέος, μετά τη μάχη του Μαραθώνα (490 π.Χ.), οπότε είχε διαφημιστεί η στρατηγική αξία τού Μιλτιάδη, παρουσιαζόταν σκεπτικός και έμενε ξάγρυπνος νύχτες ολόκληρες. Δεν έπαιρνε μέρος στα συμπόσια και έλεγε σε όσους απορούσαν γι’ αυτή την αλλαγή στη ζωή του ότι δεν τον άφηνε να κοιμηθεί η δόξα του Μιλτιάδη (Οὐκ ἐᾶ με καθεύδειν τό τοῦ Μιλτιάδου τρόπαιον). Ενώ, δηλαδή, όλοι πίστευαν ότι η ήττα των βαρβάρων στο Μαραθώνα ήταν το τέλος του πολέμου, ο Θεμιστοκλής έλεγε ότι ήταν αρχή μεγαλύτερων αγώνων και προετοίμαζε τον εαυτό του και την πόλη για την αντιμετώπισή τους, προς το συμφέρον της Ελλάδας, προβλέποντας από νωρίς το μέλλον.

Πλούταρχος, Βίοι παράλληλοι, Θεμιστοκλής, 3.

Ἕκαστος ἐφ’ ᾧ ἐτάχθη

Κάποτε, ο λυρικός ποιητής Σιμωνίδης ο Κείος ζήτησε από τον Θεμιστοκλή, που ήταν στρατηγός, μια χάρη αντίθετη με τις αρχές του. Τότε αυτός του απάντησε: «Ούτε εσύ θα γινόσουν καλός ποιητής, αν τραγουδούσες αντίθετα προς τους κανόνες της μελωδίας, ούτε εγώ καλός πολιτικός, αν παρέβαινα το νόμο και σου έκανα τη χάρη».

Πλούταρχος, Βίοι παράλληλοι, Θεμιστοκλής, 5.

 

Αυτοσαρκαστικό χιούμορ​

  • Όταν κάποιος από τη Σέριφο είπε στον Θεμιστοκλή ότι έγινε ένδοξος όχι από ατομική αξία, αλλά λόγω της πόλης στην οποία ανήκει, του απάντησε: «Αλήθεια λες, ούτε εγώ θα γινόμουν ένδοξος αν ήμουν από τη Σέριφο, αλλά ούτε κι εσύ, αν ήσουν Αθηναίος».

  • Για το μικρό του γιο, στον οποίο είχε μεγάλη αδυναμία η γυναίκα του, ο Θεμιστοκλής έλεγε: «Έχει τη μεγαλύτερη δύναμη μεταξύ όλων των Ελλήνων, γιατί τους Έλληνες κυβερνούν οι Αθηναίοι, τους Αθηναίους αυτός, αυτόν η γυναίκα του και αυτήν ο γιος της».

  • Από εκείνους που ζητούσαν σε γάμο την κόρη του, προτίμησε τον σώφρονα από τον πλούσιο, λέγοντας ότι ψάχνει για άνθρωπο που να έχει ανάγκη από χρήματα και όχι χρήματα που να έχουν ανάγκη ανθρώπου.

Πλούταρχος, Βίοι παράλληλοι, Θεμιστοκλής, 18.

Αἰδώς, Ἀργεῖοι!

Στο συμβούλιο πριν από τη ναυμαχία της Σαλαμίνας (480 π.Χ.), και ενώ οι Αθηναίοι είχαν εγκαταλείψει την πόλη τους, ο Θεμιστοκλής προσπαθούσε να πείσει τους άλλους Έλληνες να μείνουν και να πολεμήσουν εκεί. Τότε, κάποιος τον διέκοψε και του είπε ότι άνθρωπος που δεν έχει πατρίδα δεν είναι σωστό να συμβουλεύει αυτούς που έχουν, να την εγκαταλείψουν και να φύγουν. Κι ο Θεμιστοκλής του απάντησε: «Δύστυχε, εμείς έχουμε εγκαταλείψει τα σπίτια μας και τα τείχη, γιατί δεν δεχόμαστε για τα άψυχα πράγματα να γίνουμε δούλοι. Έχουμε όμως τη μεγαλύτερη πολιτεία από όλους τους Έλληνες, τις διακόσιες τριήρεις που τώρα σας παραστέκουν και είναι έτοιμες να σας σώσουν, αν βέβαια το θελήσετε. Αν όμως φύγετε και μας προδώσετε για δεύτερη φορά, την ίδια στιγμή θα μάθουν όλοι οι Έλληνες ότι οι Αθηναίοι έχουν πάλι πολιτεία ελεύθερη και χώρα όχι χειρότερη από εκείνη που έχασαν».

Πλούταρχος, Βίοι παράλληλοι, Θεμιστοκλής, 11.

Οὐκ ἄν λάβοις παρά τοῦ μή ἔχοντος

Μετά τη νίκη των Ελλήνων στη Σαλαμίνα, οι Αθηναίοι πολιόρκησαν την Άνδρο και ήθελαν να την κυριεύσουν, γιατί οι κάτοικοί της ήταν οι πρώτοι νησιώτες που αρνήθηκαν να πληρώσουν τα χρήματα που τους είχε ζητήσει ο Θεμιστοκλής. Όταν, λοιπόν, ο Αθηναίος στρατηγός έφτασε στο νησί, είπε στους Άνδριους ότι είχε πάει, έχοντας μαζί του δύο θεότητες, την Πειθώ και τον Εξαναγκασμό και, επομένως, ήταν υποχρεωμένοι να δώσουν τα χρήματα. Όμως, εκείνοι του απάντησαν ότι ήταν πάμπτωχοι και τη γη τους κατοικούσαν δύο θεές ασήμαντες, η Πενία και η Αμηχανία. Συνεπώς, δεν μπορούσαν να δώσουν χρήματα, γιατί η δύναμη των Αθηναίων δεν ήταν ισχυρότερη από τη δική τους αδυναμία.

Ηρόδοτος, Ιστορία, Θ, 111.

Πολιτική σκοπιμότητα και ηθική

Ο ελληνικός στόλος, ύστερα από την αποχώρηση του Ξέρξη, κατέπλευσε στις Παγασές (αρχαία πόλη της Θεσσαλίας, στον Παγασητικό κόλπο) και διαχείμαζε εκεί. Ο Θεμιστοκλής, μιλώντας στη συνέλευση των Αθηναίων, είπε ότι έχει στο μυαλό του ένα σχέδιο ωφέλιμο και σωτήριο για όλους, που δεν μπορούσε, όμως, να το ανακοινώσει δημόσια. Οι Αθηναίοι, τότε, του πρότειναν να το εκμυστηρευθεί μονάχα στον Αριστείδη, κι αν εκείνος το επιδοκιμάσει, να προβούν στην εκτέλεσή του. Ο Θεμιστοκλής είπε στον Αριστείδη ότι το σχέδιό του ήταν να πυρπολήσει το στόλο των (άλλων) Ελλήνων. Κι ο Αριστείδης, όταν εμφανίστηκε μπροστά στο λαό, είπε ότι καμιά πράξη δεν είναι τόσο ωφέλιμη, αλλά ταυτόχρονα και τόσο άδικη, όσο αυτή που σχεδιάζει να κάνει ο Θεμιστοκλής. Οι Αθηναίοι, μετά απ’ αυτό, ζήτησαν από τον Θεμιστοκλή να σταματήσει κάθε παραπέρα ενέργεια.

Πλούταρχος, Βίοι παράλληλοι, Θεμιστοκλής, 20.

 

Το τέλος του Θεμιστοκλή

Όταν, με τη βοήθεια των Αθηναίων, η Αίγυπτος αποστάτησε από το περσικό κράτος, ο Ξέρξης ζήτησε από τον Θεμιστοκλή, που ήταν στη Μαγνησία, να τηρήσει τις υποσχέσεις που είχε δώσει, ότι δηλαδή θα βοηθούσε τους Πέρσες να νικήσουν τους Έλληνες. Ο Θεμιστοκλής, που δεν ήθελε να πολεμήσει εναντίον των συμπολιτών του, σκέφτηκε να τερματίσει τη ζωή του όπως του ταίριαζε. Αφού, λοιπόν, έκανε θυσία στους θεούς και αποχαιρέτισε τους φίλους του, ήπιε, καθώς λένε, δηλητήριο και πέθανε. Λένε ακόμα ότι όταν ο Ξέρξης πληροφορήθηκε την αιτία και τον τρόπο του θανάτου του, θαύμασε ακόμη περισσότερο τον άνθρωπο αυτόν και εξακολούθησε να φέρεται φιλικά στην οικογένειά του και στους φίλους του.

Πλούταρχος, Βίοι παράλληλοι, Θεμιστοκλής, 31.

Να σε κάψω Γιάννη …

Σύμφωνα με μια εκδοχή, ο Ξέρξης, αποχωρώντας από την Ελλάδα, μετά την ήττα του στη Σαλαμίνα, έφτασε στην Ηιόνα, κοντά στο Στρυμόνα, και από εκεί μπήκε σε καράβι, για να επιστρέψει στην Ασία. Ενώ, όμως, έπλεε, σηκώθηκε φοβερός άνεμος και πανύψηλα κύματα. Επειδή, μάλιστα, το πλοίο είχε πολλούς επιβάτες, ο κίνδυνος να καταποντιστεί ήταν μεγάλος. Ο Ξέρξης τότε καταλήφθηκε από πανικό και ρώτησε τον κυβερνήτη αν υπήρχε ελπίδα σωτηρίας. Εκείνος του απάντησε ότι, για να σωθούν, έπρεπε να μειωθούν οι επιβαίνοντες. Τότε, πολλοί Πέρσες ρίχτηκαν στη θάλασσα, το πλοίο αλάφρωσε και ο Ξέρξης σώθηκε. Όταν έφτασε στην Ασία, χάρισε στον πλοίαρχο χρυσό στεφάνι, επειδή τον έσωσε, αλλά αμέσως μετά τον αποκεφάλισε, επειδή έγινε αιτία να χαθούν πολλοί Πέρσες.

Όλα στη φωτιά!

Την ίδια μέρα που οι Έλληνες νίκησαν στη ναυμαχία της Σαλαμίνας, ο στόλος και ο στρατός των Καρχηδονίων, με αρχηγό τον Αμίλκα, επιτέθηκε εναντίον των Συρακουσών. Ο τύραννος της πόλης Γέλων τον αντιμετώπισε στην Ιμέρα και τον νίκησε. Κατά τη συνήθεια των Καρχηδονίων, ο Αμίλκας δεν πήρε μέρος στη μάχη, αλλά στη διάρκειά της έκανε θυσίες στους θεούς. Όταν πληροφορήθηκε την ήττα του στρατού του, ρίχτηκε και ο ίδιος στη φωτιά, όπου καίγονταν τα ζώα της θυσίας.

W. Durant, Παγκόσμιος Ιστορία του Πολιτισμού, τ. Β, σ. 252.

Αθήναιος, Δειπνοσοφισταί, ΙΔ, 67.

Όποιος θέλει και τα λίγα …

Μετά τη μάχη των Πλαταιών, ο αρχιστράτηγος των Ελλήνων Παυσανίας επισκέφθηκε τη σκηνή του Πέρση αρχιστράτηγου Μαρδόνιου, ο οποίος είχε σκοτωθεί. Βλέποντας, λοιπόν, τα χρυσά και ασημένια σκεύη και, γενικά, την απίστευτη χλιδή που κυριαρχούσε εκεί, έδωσε εντολή στους υπηρέτες τού Πέρση στρατηγού να ετοιμάσουν ένα δείπνο σαν εκείνα που συνήθιζε ο Μαρδόνιος. Μόλις εκείνοι το ετοίμασαν, ο Παυσανίας έμεινε κατάπληκτος από τα χρυσά και ασημένια τραπέζια και ανάκλιντρα, καθώς και από την πολυτέλεια των φαγητών. Θέλοντας, λοιπόν, να διασκεδάσει, διέταξε τους δικούς του υπηρέτες να ετοιμάσουν το λιτό σπαρτιατικό δείπνο. Όταν εκείνοι εκτέλεσαν την εντολή, κάλεσε τους άλλους Έλληνες στρατηγούς και τους είπε: «Σας συγκέντρωσα για να σας δείξω την αφροσύνη του βασιλιά των Περσών, ο οποίος, αν και απολαμβάνει τέτοιο τρόπο ζωής, ζήλεψε τον δικό μας και ήρθε να μας τον στερήσει».

Ηροδότου Ιστορία, Ι, 82.

 

Την προδοσίαν πολλοί ηγάπησαν …

Ο Παυσανίας, μετά την αρχική αθώωσή του στη Σπάρτη, εξαιτίας της έλλειψης στοιχείων, παρέδωσε στον έμπιστό του νεαρό Αργίλιο, επιστολή, για να την μεταφέρει στον σατράπη Αρτάβαζο. Ο νεαρός, επειδή κάτι υποπτεύτηκε, την άνοιξε. Με έκπληξη διάβασε τις προδοτικές υποσχέσεις του Παυσανία στον Πέρση βασιλιά. Αυτό όμως που τον έκανε να θυμώσει περισσότερο ήταν ότι στο τέλος υποδείκνυε στον Αρτάβαζο να σκοτώσει τον κομιστή της επιστολής, για να μην υπάρχει μάρτυρας. Χωρίς να το καλοσκεφτεί, παρέδωσε την επιστολή στους εφόρους. Αυτοί, για να έχουν απτές αποδείξεις, τον συμβούλεψαν να προσποιηθεί ότι καταφεύγει ως ικέτης στο βωμό του ναού του Ποσειδώνα στο Ταίναρο, ενώ οι ίδιοι κρύφτηκαν σε κρύπτη, μέσα στον ίδιο ναό. Ο Παυσανίας, μόλις πληροφορήθηκε το συμβάν, έτρεξε και ρώτησε τον Αργίλιο, γιατί κατέφυγε ικέτης. Όταν αυτός απάντησε ότι διάβασε την επιστολή, άρχισε να τον παρακαλεί να μην την φανερώσει στους εφόρους. Δεν ήξερε ότι τον άκουγαν από την κρύπτη τους.

Κορνήλιος Νέπως, Βίοι, Παυσανίας, 4,5.

 

Το τέλος του Παυσανία

Όταν ο Παυσανίας έγινε ύποπτος για συνεννοήσεις με τους Πέρσες, πήρε διαταγή από τους Σπαρτιάτες να επιστρέψει στην πόλη, από τη Μ. Ασία, όπου βρισκόταν. Τον βάρυνε κυρίως η κατηγορία για μηδισμό, όταν έγινε γνωστό το περιεχόμενο μιας επιστολής που είχε στείλει στον βασιλιά των Περσών, ζητώντας να συμμαχήσει μαζί του και να κυριεύσουν όλη την Ελλάδα. Όταν ο Παυσανίας αντιλήφθηκε ότι οι Έφοροι θα τον συλλάμβαναν και θα τον σκότωναν, κατέφυγε στο ιερό της Χαλκιοίκου Αθηνάς. Οι Έφοροι τότε έδωσαν εντολή να αφαιρεθεί η σκεπή του ναού και να χτιστούν οι πόρτες και τα παράθυρά του. Λέγεται μάλιστα, ότι την πρώτη πέτρα έβαλε η μητέρα του. Έτσι, μετά από λίγες μέρες, ο νικητής των Πλαταιών πέθανε από το κρύο και την πείνα.

Θουκυδίδης, Ιστορία του πελοποννησιακού πολέμου, Α, 128-134.

Τα ανέκδοτα περιέχονται στο βιβλίο: Η άλλη όψη της Ιστορίας. Ιστορικά ανέκδοτα από την αρχαία Ελλάδα (Γ. Γρυντάκης, Γ. Δάλκος, Α. Χόρτης, Ε. Χόρτης). Εκδ. Σαββάλας, Αθήνα, 2011.

bottom of page